- μουνογενής
- μονογενήςthe only member of a kinmasc/fem nom sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μουνογενής — μουνογενής, ές (Α) ιων. τ. βλ. μονογενής … Dictionary of Greek
μονογενής — ές (ΑΜ μονογενής, Α ιων. τ. μουνογενής, ές, Μ θηλ. και μονογενή) 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που δεν έχει αδέλφια, μοναχοπαίδι (α. «μουνογενὴς δὲ πάϊς οἶκον πατρώϊον εἴη φερβέμεν», Ησίοδ. β. «ὅτι μὴ πεπίστευκεν εἰς τὸ ὄνομα τοῡ μονογενοῡς… … Dictionary of Greek
φέρβω — Α (ποιητ. τ.) 1. τρέφω («ποιμὴν... φέρβειν βοτά», Ευρ.) 2. (ενεργ και μέσ.) έχω («κεστρέα δ ... ἀκούω φέρβειν πρηΰτατόν τε δικαιότατόν τε νόημα», Οππ.) 3. μτφ. διασώζω, διατηρώ («μουνογενὴς δὲ πάϊς οἶκον πατρώϊον εἴη φερβέμεν», Ησίοδ.) 4. μέσ.… … Dictionary of Greek